καυκιά

καυκιά
η [καύκα]
ξύλινο ή λίθινο αβαθές δοχείο με πλατύ στόμιο το οποίο χρησιμεύει για την τριβή ή πολτοποίηση με το γουδοχέρι διαφόρων παρασκευασμάτων μαγειρικής, το γουδί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καυκία — καυκίον cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”